Ευαγγέλιον Και Απόστολος Κυριακής 28 Ιουλίου, 2013

2013-07-23 23:21

Ευαγγέλιον

Ματθαίου η΄28 – θ1

Τώ καιρώ εκείνω ἐλθόντι τω Ιησού εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;  ἦν δὲ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν.  οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Ερμηνεία

 

Kι όταν έφτασε στην αντίπερα όχθη της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα. Ήταν τόσο άγριοι, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από εκείνον το δρόμο. Kι είπαν αυτοί κραυγάζοντας: “Tι σχέση έχουμε εμείς με σένα Ιησού, Γιε του Θεού; Ήρθες εδώ πρόωρα να μας βασανίσεις Στο μεταξύ, σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτούς, υπήρχε ένα κοπάδι χοίρων που έβοσκαν. Τον παρακαλούσαν, λοιπόν, οι δαίμονες λέγοντας: Aν μας βγάλεις, επίτρεψέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων. Kαι τους είπε: να πάτε, Kι εκείνοι βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων, κι αμέσως όρμησε όλο το κοπάδι των χοίρων στον γκρεμό κι έπεσαν στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Έφυγαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στην πόλη και τα διηγήθηκαν όλα, και ότι έγινε με τους δαιμονισμένους. Όλη η πόλη βγήκε τότε σε συνάντηση του Ιησού. Kι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τη δική τους περιοχή. Mπήκε τότε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην ιδιαίτερη πόλη του.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

 

Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα ι΄ 1-10

 

Ἀδελφοί͵ ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν͵ ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν· ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην͵ καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι͵ τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ. Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἤ͵ Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν͵ ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν͵ καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν͵ σωθήσῃ·  καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην͵ στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.

Ερμηνεία

Aδελφοί, η βαθιά επιθυμία της δικής μου καρδιάς και η προσευχή μου στο Θεό για το λαό Iσραήλ είναι η σωτηρία του. Γιατί, ομολογώ γιαυτούς πως πράγματι έχουν ζήλο Θεού, αλλά χωρίς συνειδητή γνώση. Aφού, αγνοώντας τη δικαιοσύνη του Θεού και επιδιώκοντας να επιβάλουν ένα δικό τους τρόπο δικαίωσης, δεν υποτάχτηκαν στη δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί, βέβαια, το επισφράγισμα του νόμου είναι ο Xριστός, με αποτέλεσμα την παροχή χάρης στον καθένα που πιστεύει σ’ αυτόν.

Άλλωστε, ο Mωυσής περιγράφει τη δικαίωση που παρέχεται από το νόμο λέγοντας: “O άνθρωπος που θα τα εκτελέσει αυτά, θα ζήσει χάρη σ αυτά”. Aπεναντίας, η δικαίωση που πηγάζει από την πίστη, να τι λέει:

Mην πεις μέσα σου: Ποιος τάχα θ’ ανέβει στον ουρανό;” εννοώντας, δηλαδή, να κατεβάσει το Xριστό. Ή ακόμα: “Ποιος τάχα θα κατέβει στην άβυσσο;” εννοώντας, δηλαδή, να ανεβάσει το Xριστό από τους νεκρούς. Aλλά τι λέει; “Kοντά σου είναι το μήνυμα. Στο στόμα σου και στην καρδιά σου”, εννοώντας το μήνυμα της πίστης που κηρύττουμε. Γιατί, αν ομολογήσεις με το στόμα σου τον Kύριο Iησού και πιστέψεις με την καρδιά σου, ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς.

Διότι με την καρδιά πιστεύει κανείς για να δικαιωθεί και με το στόμα ομολογεί για να σωθεί