Ευαγγελικά Αναγνώσματα Κυριακής 10/11/2013

2013-11-04 20:13

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα α΄11-19

δελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

EΡMHNEIA

 

Σας γνωρίζω λοιπόν, αδελφοί, ότι το ευαγγέλιο που κηρύχτηκε από εμένα δεν είναι ανθρώπινο.  γιατί ούτε εγώ το παράλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά με αποκάλυψη Ιησού Χριστού. Γιατί ακούσατε για τη συμπεριφορά μου που είχα κάποτε στον Ιουδαϊσμό, ότι υπερβολικά καταδίωκα την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την αφανίσω, και πρόκοβα στον Ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους στο έθνος μου και ήμουν περισσότερο ζηλωτής από αυτούς των πατρικών μου παραδόσεων.  Όταν όμως ευδόκησε ο Θεός, που με ξεχώρισε από την κοιλιά της μητέρας μου και με κάλεσε με τη χάρη του, να αποκαλύψει τον Υιό του σ’ εμένα, για να τον ευαγγελίζομαι μεταξύ των εθνικών, αμέσως δε συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα προς τους αποστόλους που ήταν πριν από εμένα, αλλά έφυγα στην Αραβία και κατόπιν πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό. Έπειτα, μετά από τρία έτη, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα, για να γνωρίσω προσωπικά τον Κηφά και παρέμεινα κοντά του δεκαπέντε ημέρες. Άλλον όμως από τους αποστόλους δεν είδα παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Κατά Λουκᾶν ι΄ 25-37)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν·ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λησταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ΄ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ΄ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

EΡMHNEIA

Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στόν ησο, καί γιά νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση το επε: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αώνια ζωή;» ησος τόν ρώτησε: « νόμος τί γράφει;» κενος πάντησε: «Νά γαπς τόν Κύριο τό Θεό σου μ΄ λη τήν καρδιά σου καί μ΄ λη την ψυχή σου, μ΄ λη τή δύναμή σου καί μ΄ λο τό νο σου· καί τόν πλησίον σου πως τόν αυτό σου». «Πολύ σωστά πάντησες», το επε ησος· «ατό κάνε καί θά ζήσεις». κενος μως, θέλοντας νά δικαιολογήσει τόν αυτό του, επε στόν ησο: «Καί ποιός εναι πλησίον μου;» Πρε τότε φορμή ησος καί επε: «Κάποιος νθρωπος, κατεβαίνοντας πό τά εροσόλυμα γιά τήν εριχ, πεσε πάνω σέ ληστές. Ατοί τόν ξεγύμνωσαν, τόν τραυμάτισαν καί φυγαν παρατώντας τόν μισοπεθαμένο. πό κενο τό δρόμο τυχε νά κατεβαίνει καί κάποιος ερέας, ποος τόν εδε, λλά τόν προσπέρασε χωρίς νά το δώσει σημασία. Τό διο καί κάποιος λευίτης, πού περνοσε πό κενο τό μέρος· παρ΄ λο πού τόν εδε κι ατός, τόν προσπέρασε χωρίς νά το δώσει σημασία. Κάποιος μως Σαμαρείτης πού ταξίδευε, ρθε πρός τό μέρος του, τόν εδε καί τόν σπλαχνίστηκε. Πγε κοντά του, λειψε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί καί τίς δεσε καλά. Μάλιστα τόν νέβασε στό δικό του τό ζο, τόν δήγησε στό πανδοχεο καί φρόντισε γι΄ ατόν. Τήν λλη μέρα φεύγοντας βγαλε κι δωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια καί το επε: φρόντισέ τον, κι τι παραπάνω ξοδέψεις, γώ ταν ξαναπεράσω θά σέ πληρώσω. Ποιός λοιπόν π΄ ατούς τούς τρες κατά τή γνώμη σου ποδείχτηκε πλησίον κείνου πο πεσε στούς ληστές;» νομοδιδάσκαλος πάντησε: «κενος πού τόν σπλαχνίστηκε». Τότε ησος το επε: «Πήγαινε, καί νά κάνεις κι σύ τό διο».